- καμπυλεύομαι
- καμπ-υλεύομαι, [voice] Pass., Erot., Aret.SA1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπυλεύεσθαι — καμπυλεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)